- μπλάστρωμα
- τοτο να βάλει κανείς σε μέρος του σώματος έμπλαστρο: Μου πέρασε ο πόνος στον αυχένα με μπλάστρωμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μπλάστρωμα — το [μπλαστρώνω] τοποθέτηση εμπλάστρου, επίθεση καταπλάσματος … Dictionary of Greek
εμπλάστρωμα — και μπλάστρωμα, το τοποθέτηση εμπλάστρου πάνω στο δέρμα … Dictionary of Greek